- υδροθεραπευτήριο
- τοειδικός χώρος με εγκαταστάσεις για υδροθεραπεία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροθεραπευτήριο — το, Ν συγκρότημα εγκαταστάσεων κατάλληλων για υδροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + θεραπευτήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek